- ναυπηγοῦνται
- ναυπηγέωto be a shipbuilderpres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
εξάρτιση — η (AM ἐξάρτισις) [εξαρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου μσν. τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία αρχ. (για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή … Dictionary of Greek
καρενάγιο — και καρνάγιο, το ναυτ. 1. ομαλός αιγιαλός όπου τα μικρά πλοία τροπίζονται, δηλ. γέρνουν προς τη μια πλευρά τους ώσπου η καρίνα τους, η τρόπιδα, να φθάσει ώς την επιφάνεια τής θάλασσας, προκειμένου να γίνει επιθεώρηση, καθαρισμός ή επισκευή τους,… … Dictionary of Greek
κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
καταδρομικό — Πολεμικό πλοίο με μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία δράσης. Στους σύγχρονους τύπους, με πλήρες φορτίο, έχει εκτόπισμα από 7.000 έως περισσότερο από 22.000 τόνους (τα ρωσικά κ. της κλάσης Κίροφ, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα, εκτοπίζουν 28.000 τόνους) … Dictionary of Greek
κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα … Dictionary of Greek
πετρελαιοφόρο — (και συνηθέστερατάνκερ). Πλοίο προορισμένο να μεταφέρει αργό π. και τα παράγωγά του. Τα μεγάλα πετρελαιοφόρα εκτελούν μεταφορές από λιμάνια κοντά στους τόπους εξόρυξης του π. σ’ εκείνα που βρίσκονται κοντά στα διυλιστήρια π. ή μεταφορά στον τόπο… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — το εγκαταστάσεις όπου κατασκευάζονται (ναυπηγούνται) πλοία: Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)